κόνικλος

κόνικλος
ο (Α κόνικλος και κύνικλος)
κουνέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus «κουνέλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόνικλος — ο το κουνέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονικλοτρόφος — ο, η αυτός που εκτρέφει κουνέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνικλος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • κούνικλος — και κουνίκουλος, ὁ (Α) κόνικλος*, κύνικλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus βλ. και λ. κουνέλι] …   Dictionary of Greek

  • κύνικλος — κύνικλος, ὁ (Α) βλ. κόνικλος …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”